- ἡγεμονία
- ἡγεμονίᾱ , ἡγεμονίαleading the wayfem nom/voc/acc dualἡγεμονίᾱ , ἡγεμονίαleading the wayfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ηγεμονία — η (AM ἡγεμονία) 1. το να είναι κάποιος ηγεμόνας, κυριαρχία, αρχηγία, εξουσία 2. η πρωτεύουσα θέση, η πρώτη θέση 3. πολιτική κυριαρχία («η ηγεμονία τής Αγγλίας πάνω σε πολλές χώρες» 4. κράτος («τοῑς καλοῑς τῆς ἡγεμονίας νόμοις», Αθην.Μηχ.) 5. η… … Dictionary of Greek
ηγεμονία — η 1. αξίωμα του ηγεμόνα: Κατέχει την ηγεμονία πολλά χρόνια. 2. πρωτεία, κυριαρχία: Μετά το β’ παγκόσμιο πόλεμο οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής σταθεροποίησαν την ηγεμονία τους στα κράτη της Δ. Ευρώπης. – Διεκδικώ την ηγεμονία. 3. αυτόνομη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἡγεμονίᾳ — ἡγεμονίαι , ἡγεμονία leading the way fem nom/voc pl ἡγεμονίᾱͅ , ἡγεμονία leading the way fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡγεμονίας — ἡγεμονίᾱς , ἡγεμονία leading the way fem acc pl ἡγεμονίᾱς , ἡγεμονία leading the way fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡγεμονίαι — ἡγεμονία leading the way fem nom/voc pl ἡγεμονίᾱͅ , ἡγεμονία leading the way fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡγεμονίαν — ἡγεμονίᾱν , ἡγεμονία leading the way fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Гегемония — (ήγεμονία), буквально предводительство; это слово, которым означалось вообще право верховного распоряжения над кем или чем нибудь (над государством, войском, судном), приобрело у греков со времени персидских войн значение выдающегося… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
ГЕГЕМОНИЯ — • Ήγεμονία, 1. в отношениях отдельных греческих государств между собою Г. обозначает перевес одного государства над другими и соединенное с этим управление делами союза (латинское principatus). Конечно, это отношение было различно,… … Реальный словарь классических древностей
ἡγεμονιῶν — ἡγεμονία leading the way fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡγεμονίαις — ἡγεμονία leading the way fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)